- ἔμπτωσις
- ἔμπτωσιςfalling intofem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμπτωσις — ἔμπτωσις, η (Α) 1. η πτώση, το πέσιμο μέσα σε κάτι 2. (με εχθρ. σημ.) πτώση πάνω σε κάποιον, επίθεση, πίεση 3. ξαφνική πτώση, είσοδος, σύγκρουση, συμπίεση 4. κλίση, ροπή 5. (για εξάρθρωση) ανάταξη 6. (ειδ.) η ετήσια πλημμύρα τού ποταμού Νείλου … Dictionary of Greek
ἐμπτώσει — ἔμπτωσις falling into fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐμπτώσεϊ , ἔμπτωσις falling into fem dat sg (epic) ἔμπτωσις falling into fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπτώσεις — ἔμπτωσις falling into fem nom/voc pl (attic epic) ἔμπτωσις falling into fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπτώσεσι — ἔμπτωσις falling into fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπτώσεσιν — ἔμπτωσις falling into fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπτωσιν — ἔμπτωσις falling into fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπτωσία — ἐμπτωσία, η (Α) έμπτωσις … Dictionary of Greek
ἐμπτώσεων — ἐμπτώσεω̆ν , ἔμπτωσις falling into fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπτώσεως — ἐμπτώσεω̆ς , ἔμπτωσις falling into fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)